- κουρτάλημα
- κουρτάλημα, το και κουρτάλισμα, το, -ατοςχειροκρότημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουρτάλισμα — και κουρτάλημα, το βλ. κροτάλισμα … Dictionary of Greek
κροτάλισμα — και κροτάλιασμα και κουρτάλισμα και κουρτάλημα, το (AM κροτάλισμα) [κροταλίζω] 1. ήχος κροτάλου ή άλλος παρόμοιος ήχος 2. χειροκρότημα, επικρότηση νεοελλ. ανακίνηση, ανακάτεμα … Dictionary of Greek